- συγγενολό(γ)ι
- το, Ντο σύνολο τών συγγενών, αλλ. σόι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + -λόγι* / λόι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγι — και λόι νεοελλ. β συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που λειτουργεί πλέον ως επίθημα το οποίο δηλώνει αριθμητικό πλήθος, πλησμονή, αφθονία (πρβλ. γυναικολόι). Το παραγωγικό αυτό μόρφημα ανάγεται σε μτγν. αρχ. λόγιον < λόγος < λέγω («συλλέγω,… … Dictionary of Greek